αλληλασφαλιστικός

αλληλασφαλιστικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την αλληλασφάλεια: Υπάρχουν ορισμένοι αλληλασφαλιστικοί οργανισμοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλασφαλιστικός — ή, ό [αλληλασφάλεια] ο σχετικός με την αλληλασφάλιση …   Dictionary of Greek

  • αλληλασφάλιση — και αμοιβαία ασφάλιση, η η ασφάλιση που καλύπτεται όχι από τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά από τους ίδιους τους ασφαλιζόμενους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ασφάλιση. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλασφαλιστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”